- ἡγησίπολις
- ἡγ-ησίπολις [σῐ], εως, ὁ,A leader of the state, D.L.2.131.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηγησίπολις — ἡγησίπολις, όλιδος, ὁ (Α) ηγεμόνας, διοικητής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό πολις, πρωτό πολις)] … Dictionary of Greek
ἡγησίπολις — leader of the state fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγησιπόλει — ἡγησίπολις leader of the state fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἡγησιπόλεϊ , ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (epic) ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγησιπόλιος — ἡγησίπολις leader of the state fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγησίπολιν — ἡγησίπολις leader of the state fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek